συνήλυσις

συνήλυσις
συνηλυσίη
meeting
fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συνήλυσις — ήσεως, ἡ, A σύναξη, συνηλυσίη*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἤλυσις «οδός, πορεία»] …   Dictionary of Greek

  • ξυνήλυσις — συνήλυσις , συνηλυσίη meeting fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνηλυσίη — ἡ, A (μτγν. ποιητ. τ.) συνέλευση, σύναξη. [ΕΤΥΜΟΛ. Αλλος τ. τού συνήλυσις κατά τα θηλ. σε ία] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”